- πρόσκλυσμα
- πρόσκλυσμαlotionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσκλυσμα — ύσματος, τὸ, Α [προσκλύζω] 1. το ζεστό νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο ή λούσιμο 2. (κυρίως) το νερό που χρησιμοποιείται για το λούσιμο των μαλλιών … Dictionary of Greek
προσκλύσμασι — πρόσκλυσμα lotion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλύσματα — πρόσκλυσμα lotion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλύσματι — πρόσκλυσμα lotion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλύσματος — πρόσκλυσμα lotion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)